συμφυλακίτης

συμφυλακίτης
συμφῠλᾰκίτης [ῑ], ου, ,
A fellow-φυλακίτης, PRein.17.1 (pl., ii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συμφυλακίτης — ὁ, θηλ. συμφυλακῑτις, ίτιδος, ΜΑ 1. αυτός που είναι φυλακισμένος μαζί με κάποιον άλλον 2. αυτός που υπηρετεί ως φυλακίτης* μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φυλακίτης «κρατούμενος, φυλακισμένος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”